- παρατεταμένοι
- παρατείνωstretch out alongperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερεμεσία — και υπερέμεση, η, Ν ιατρ. έντονοι και παρατεταμένοι έμετοι και ιδίως οι κακοήθεις έμετοι που εμφανίζονται σε ορισμένες εγκύους τους πρώτους μήνες τής εγκυμοσύνης και οι οποίοι συνοδεύονται, κατά κανόνα, από συμπτώματα τοξιναιμίας τής κύησης, με… … Dictionary of Greek